- αινοπατηρ
- αἰνοπάτηραἰνο-πάτηρὅ только в выраж. ὦ πάτερ αἰνόπατερ! (v. l. - αἰνοπαθής) Aesch. о, несчастный отец!
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αινοπάτηρ — αἰνοπάτηρ ( ερος), ο (Α) δυστυχισμένος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + πατήρ] … Dictionary of Greek
αἰνόπατερ — αἰνοπατήρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek